- παρασέρνομαι
- παρασέρνομαι, παρασύρθηκα, παρασυρμένος βλ. πίν. 205
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παραφέρνω — παράφερα, παραφέρθηκα, παραφερμένος 1. φέρνω κάτι παραπάνω: Παράφερες χορτάρι σήμερα. 2. μέσ., παραφέρνομαι, με παραπαίρνει η συναισθηματική κατάσταση, παρασέρνομαι, αρπάζομαι, φέρομαι άπρεπα: Παραφέρθηκα πάνω στο θυμό μου και τα έκαμα θάλασσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρεκτρέπομαι — παρεκτράπηκα 1. ξεφεύγω από την κανονική πορεία ή θέση ή γραμμή. 2. μτφ., παρασέρνομαι, ξεπερνώ τα ανεχτά όρια: Ο ομιλητής παρεκτράπηκε σε βρισιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)